Λέξη: καταπατητής
Συνώνυμα: καταπατητής
σφετεριστής ξένης γης
Μεταφράσεις: καταπατητής
καταπατητής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trespasser, squatter
καταπατητής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
okupa, squatter, ocupantes ilegales, ocupante ilegal, de ocupantes ilegales
καταπατητής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übertreter, Squatter, Hausbesetzer, Besetzer
καταπατητής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coupable, intrus, squatter, squatters, de squatters, squatteur, des squatters
καταπατητής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
occupante abusivo, squatter, abusivo, abusivi, abusiva
καταπατητής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
posseiro, squatter, posseiros, favelada, de posseiros
καταπατητής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kraker, squatter, krakers, kraakpand, kraak
καταπατητής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лицо, правонарушитель, нарушитель, скваттер, поселенец, скваттерная, скваттерные, приседающий
καταπατητής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
husokkupant, Husokkupanter, squatter
καταπατητής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
husockupant, squatter, kolonist
καταπατητής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asunnonvaltaaja, squatter, talonvaltaaja, maalle asettunut, ja talonvaltaaja
καταπατητής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
BZ'er, squatter, besætter, BZ
καταπατητής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
viník, vetřelec, squater, Squatter, nezákonný osadník
καταπατητής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
winowajca, kłusownik, intruz, skwater, dziki lokator, squatter, dzikim lokatorem
καταπατητής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
birtokháborító, földfoglaló, guggoló, nagybirtokos, zömökebb, squatter
καταπατητής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gecekonducu, gecekondu, gecekonduların, gecekondularda, squatter
καταπατητής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
особу, обличчя, правопорушник, особа, лице, скватер
καταπατητής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
që rri galiç, rri galiç, banor i përligjshëm, pushtues e tokës së tjetrit
καταπατητής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клекнал човек, клекнало, клекнал, едър овцевъд, заселник на държавна земя
καταπατητής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скваттер
καταπατητής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läbikäija, üleastuja, kodutute, Squatter, Asunnonvaltaaja, kükitrikoo, Riigi riigile mingeid
καταπατητής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
delinkvent, šljapkati, bespravni naseljenik
καταπατητής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
squatter
καταπατητής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
naujakurys, Squatter, avių augintojas, Skwater, Apsigyvenę nelegaliai nepriskirtoje žemėje
καταπατητής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
squatter
καταπατητής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клекнал, диви, сквотерското, сквотерско, клекнал човек
καταπατητής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
persoană care stă ghemuită, stă ghemuită, care stă ghemuită, intrus, ocupant in mod abuziv
καταπατητής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Šljapkati
καταπατητής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Squater
Τυχαίες λέξεις