Ekspluateerima στα ελληνικά

Μετάφραση: ekspluateerima, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
Ekspluateerima στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ekspert στα ελληνικά - εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
  • ekspertiis στα ελληνικά - πραγματογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνης, εμπειρία, τεχνογνωσία
  • ekspluateerimine στα ελληνικά - εκμετάλλευση, εκμετάλλευσης, αξιοποίηση, την εκμετάλλευση, αξιοποίησης
  • eksponent στα ελληνικά - εκθέτης, εκθέτη, εκφραστής, εκφραστή, εκθετικό
Τυχαίες λέξεις
Ekspluateerima στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει