Hool στα ελληνικά

Μετάφραση: hool, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πατρονάρισμα, φροντίζω, προστασία, ενδιαφέρον, ανησυχία, φροντίδα, προβληματισμός, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Hool στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hoog στα ελληνικά - κέφι, επίθεση, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
  • hoogsalt στα ελληνικά - υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, αποσύρω, ορμή, δυναμική, ώθηση, ορμής, ...
  • hoolas στα ελληνικά - εργατικός, επιμελής, προσεκτικός, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί
  • hooldaja στα ελληνικά - θυρωρός, επιστάτης, φύλακας, θεματοφύλακα, Θεματοφύλακας, Θεματοφυλακής
Τυχαίες λέξεις
Hool στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πατρονάρισμα, φροντίζω, προστασία, ενδιαφέρον, ανησυχία, φροντίδα, προβληματισμός, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή