Λέξη: ελαττωματικός
Σχετικές λέξεις: ελαττωματικός
ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος
Συνώνυμα: ελαττωματικός
σκάρτος, ελλιπής, ελλειπτικός, ατελής, ελλειπής, καθυστερημένος
Μεταφράσεις: ελαττωματικός
ελαττωματικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defective, faulty, deficient, defective by
ελαττωματικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
defectivo, vicioso, deficiente, defectuoso, defectuosa, defectuosos, defectuosas, defectos
ελαττωματικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mangelhafte, fehlerhaft, defekt, mangelhaft, defekte, defekten
ελαττωματικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défectif, erroné, défectueux, vicieux, fautif, faux, défectueuse, défectueuses, défaut
ελαττωματικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guasto, difettoso, difettosa, difettosi, difettose
ελαττωματικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imperfeito, evacuar, defeituoso, com defeito, defeito, defeituosa, defeituosos
ελαττωματικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebrekkig, defect, defectief, defecte, gebrekkige, defect is
ελαττωματικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ложный, испорченный, малограмотный, безграмотный, неполноценный, дефективный, неисправный, неправильный, ошибочный, испортившийся, поврежденный, недостаточный, дефектный, бракованный, несовершенный, неполный, неполноценн, неисправен, неполноценно, дефектных
ελαττωματικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mangelfull, defekt, defekte, er defekt, feil, mangel
ελαττωματικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bristfällig, felaktig, defekt, defekta, felaktiga
ελαττωματικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kehno, huono, puutteellinen, viallinen, epätäydellinen, defektiivinen, virheellinen, viallisen, vialliset, viallisia
ελαττωματικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
defekt, defekte, mangelfuld, mangelfulde, er defekt
ελαττωματικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
defektní, neúplný, vadný, porušený, chybný, vadné, vadná, poškozený
ελαττωματικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
defektowy, niepełnowartościowy, błędny, ułomny, wadliwie, wadliwy, uszkodzony, uszkodzona, wadliwe, uszkodzone
ελαττωματικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tökéletlen, hiányos, hibás, meghibásodott, a hibás, sérült
ελαττωματικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kusurlu, arızalı, bozuk, arızalıdır, defektif
ελαττωματικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недосконалий, неправильний, ушкоджений, дефектний, хибний, пошкоджений, дефектну, несправний, дефектна
ελαττωματικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mangët, i dëmtuar, defektiv, dëmtuar, të dëmtuar, të meta
ελαττωματικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дефектен, дефектна, дефектни, дефектно, дефект
ελαττωματικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дэфектны, дэфэктны
ελαττωματικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vigane, puudulik, defektne, defektsed, defektse, defektsete
ελαττωματικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
manjkav, pogrešan, neispravan, neispravna, neispravne, kvaru, neispravni
ελαττωματικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gallaður, gölluð, gallaðar, ábótavant, gallaða
ελαττωματικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
defektinis, ydingas, trūkumais, defektais, sugedęs
ελαττωματικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bojāts, defektīvs, bojāta, ar trūkumiem, defektiem
ελαττωματικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дефектен, дефектни, неисправни, неисправна, неисправен
ελαττωματικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
defect, defecte, defectă, defectuos, defectuoasă
ελαττωματικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pokvarjena, Okvara, okvarjen, pokvarjen, pomanjkljiva
ελαττωματικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chybný, nedokonalý, poruchový, vadný, poškodený, chybné, pokazený
Τυχαίες λέξεις