Injektsioon στα ελληνικά
Μετάφραση: injektsioon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένεση, έγχυση, έγχυσης, Injection, της ένεσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inimtühi στα ελληνικά - έρημη, ερημική, εγκαταλελειμμένο, ερημικές, ερειπωμένο
- initsiaal στα ελληνικά - αρχικά, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικές
- inkarnatsioon στα ελληνικά - ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση
- inkassaator στα ελληνικά - συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών
Τυχαίες λέξεις
Injektsioon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένεση, έγχυση, έγχυσης, Injection, της ένεσης
Μεταφράσεις: ένεση, έγχυση, έγχυσης, Injection, της ένεσης