Institutsioon στα ελληνικά
Μετάφραση: institutsioon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσία, αυθεντία, κύρος, θεσμός, ίδρυμα, όργανο, φορέα, ιδρύματος, οργάνου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- instinkt στα ελληνικά - ένστικτο, το ένστικτο, ένστικτό, το ένστικτό, ενστίκτου
- instinktiivne στα ελληνικά - ενστικτώδης, ενστικτώδη, ενστικτώδεις, ενστικτώδες, την ενστικτώδη
- instituut στα ελληνικά - επιβάλλω, θεσπίζω, ινστιτούτο, ίδρυμα, Ινστιτούτου, Institute, ιδρύματος
- instrueerima στα ελληνικά - διδάσκω, αναθέσει, να αναθέσει, δώσει εντολή, αναθέσει στην, έδωσε εντολή
Τυχαίες λέξεις
Institutsioon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσία, αυθεντία, κύρος, θεσμός, ίδρυμα, όργανο, φορέα, ιδρύματος, οργάνου
Μεταφράσεις: εξουσία, αυθεντία, κύρος, θεσμός, ίδρυμα, όργανο, φορέα, ιδρύματος, οργάνου