Λέξη: ευγονία
Σχετικές λέξεις: ευγονία
ευγονία προγεννητική αγωγή, ευγονία - λαϊνάς, ευγονία χανιά
Μεταφράσεις: ευγονία
ευγονία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fertility, eugenic, of eugenic
ευγονία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fertilidad, fecundidad, eugenésico, eugenésica, eugenésicas, eugenesia, eugenista
ευγονία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebärhäufigkeit, fruchtbarkeit, geburtenziffer, eugenisch, eugenisches, eugenische, eugenischen, eugenischer
ευγονία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fécondité, fertilité, natalité, eugénique, eugéniste, eugéniques, eugénisme, l'eugénisme
ευγονία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fertilità, eugenetico, eugenetica, eugenica, eugenetiche, eugenic
ευγονία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fecundidade, eugênico, eugênica, eugenista, eugénica, eugénico
ευγονία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kinderrijkdom, eugenisch, eugenische, eugenetica-, eugenetische, eugenetisch
ευγονία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
богатство, довольство, обилие, благосостояние, изобилие, плодородие, рождаемость, плодовитость, евгенический, евгеническая, евгенического, евгенической, евгеническое
ευγονία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eugenisk, eugeniske, Eugenikk, rasehygiene
ευγονία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
eugenic, eugeniskt, eugen, eugenik, eugeniska
ευγονία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viljavuus, satoisuus, hedelmällisyys, rodunjalostukseen, rotuhygienia-, rotuhygieenisen, ihmisten geneettiseen jalostamiseen tähtäävien, geneettiseen jalostamiseen tähtäävien
ευγονία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
racehygiejnisk, eugenisk, arvehygiejnisk, racehygiejne, eugenetisk
ευγονία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úrodnost, plodnost, eugenický, eugenická, eugenického, eugenic, eugenické
ευγονία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plenność, urodzajność, żyzność, płodność, eugeniczny, eugeniczna, eugeniczne, eugenicznej, eugenistyczne
ευγονία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fajnemesítési, eugenikus, eugenikai, eugenetikai, az eugenetikai
ευγονία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
verimlilik, insan ırkını iyileştiren, öjeni, öjenik, soyarıtım, eugenic
ευγονία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
родючість, плідність, достаток, багатство, євгенічний, євгенічної
ευγονία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eugjenik
ευγονία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плодородие, раждаемост, евгеничен, евгеничната, евгениката
ευγονία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
евгенический
ευγονία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sündivus, eugeeniline, eugeenilistel, eugeenilise, eugeenilised, eugeenika
ευγονία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obilje, plodnost, eugeničan
ευγονία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eugenic
ευγονία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fertilitas
ευγονία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eugeninis, Eugeniczny, eugeniškasis, eugenikos
ευγονία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
eigēnikas
ευγονία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
eugenic
ευγονία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fertilitate, eugenică, eugenice, eugenic, eugeniste, eugenetică
ευγονία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plodnost, evgenične
ευγονία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
eugenický
Τυχαίες λέξεις