Interventsioon στα ελληνικά
Μετάφραση: interventsioon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- interpreteerima στα ελληνικά - ερμηνεύω, ερμηνεύσει, ερμηνεύουν, ερμηνεύει, ερμηνεύσουν
- intervall στα ελληνικά - διάστημα, διάλειμμα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
- intervjuu στα ελληνικά - συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
- intiimsus στα ελληνικά - οικειότητα, οικειότητας, την οικειότητα, η οικειότητα, της οικειότητας
Τυχαίες λέξεις
Interventsioon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
Μεταφράσεις: διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης