Λέξη: ευνουχισμός

Σχετικές λέξεις: ευνουχισμός

ευνουχισμός μεταφορικά, χημικόσ ευνουχισμόσ, ευνουχισμός χοίρων, ευνουχισμός γάτου, χειρουργικός ευνουχισμός, ονειροκρίτης ευνουχισμός, ευνουχισμός σκύλου, ψυχολογικός ευνουχισμός, ευνουχισμός αλόγου, ευνουχισμός κόκορα

Μεταφράσεις: ευνουχισμός

ευνουχισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
castration, castration of, castration is, emasculation

ευνουχισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
castración, la castración, de castración, de la castración

ευνουχισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kastration, Kastration, Kastrations, der Kastration, die Kastration

ευνουχισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
castration, la castration, de castration, une castration

ευνουχισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
castrazione, la castrazione, di castrazione, della castrazione

ευνουχισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
castração, a castração, de castração, da castração

ευνουχισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
castratie, castreren, de castratie, het castreren

ευνουχισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выхолащивание, холощение, кастрация, кастрации, кастрацию, кастрацией, к кастрации

ευνουχισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kastrering, kastrasjon, kastrerings, kastrasjon med

ευνουχισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kastrering, kastration, kastrations, kastreringen, kastrerings

ευνουχισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kastraatio, kastraation, kastrointi, kastraatioon, kastroimista

ευνουχισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kastration, kastrering, kastrationen

ευνουχισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vykleštění, kastrace, kastraci, kastrací, se kastrace

ευνουχισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykastrowanie, trzebienie, kastracja, kastracji, castration, kastrację, kastracją

ευνουχισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiherélés, kasztrálás, kasztráció, kasztrációs, a kasztráció, kasztrációt

ευνουχισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hadım etme, kastrasyon, hadım, castration, olarak hadım etme

ευνουχισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вихолощування, кастрація, кастрация, кастрацію

ευνουχισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tredhje, Kastrimi, Tredhja, tredhjes, Kastrimi i kafshëve

ευνουχισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кастрация, кастриране, кастрацията, за кастрация, кастрацията на животните

ευνουχισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кастрацыя, пакладанне

ευνουχισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kastreerimine, kohitsus, ruunamine, kastratsioonile, kastratsiooniga

ευνουχισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kastracija, kastracije, kastracijom, kastracija je, kastraciji

ευνουχισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gelding

ευνουχισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kastracija, kastravimas, paršeliai kastruojami, Kastruoti

ευνουχισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kastrācija, kastrāciju, kastrēšana, kastrācijas, kastrāciju var

ευνουχισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кастрација, кастрацијата, кастрирање, кастрација над

ευνουχισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
castrare, castrarea, castrării, de castrare, castrarii

ευνουχισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kastracija, kastracijo, kastracije, kastraciji

ευνουχισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kastrácia, kastrácie, kastrácii, zviera nevykastruje, sa zviera nevykastruje
Τυχαίες λέξεις