Διαπλοκή στα εσθονικά

Μετάφραση: διαπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sekkumine, interventsioon, sidudes, põimuvad, turbevõimete põimumist täieulatuslikus, läbipõimumine, ristuvatest
Διαπλοκή στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπλοκή

διαπλοκή συνωνυμο, διαπλοκή ορισμός, διαπλοκή english, διαπλοκή μετάφραση, οδηγόσ διαπλοκή, διαπλοκή λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαπλοκή στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διαπιστώνω στα εσθονικά - asutama, tuvastama, märkus, teadmiseks, märkuses, märkuse, märge
  • διαπληκτίζομαι στα εσθονικά - vaidlema, riid, tüli, väitma, väidavad, väita
  • διαπράττω στα εσθονικά - mõistma, pühenduma, sooritama, tegema, toime panema, toime, kohustuvad, ...
  • διαπρέπω στα εσθονικά - väljapaistvale, preeminent, eelisasendi, par exellence
Τυχαίες λέξεις
Διαπλοκή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sekkumine, interventsioon, sidudes, põimuvad, turbevõimete põimumist täieulatuslikus, läbipõimumine, ristuvatest