Jäik στα ελληνικά
Μετάφραση: jäik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλύγιστος, κολλαρίζω, άκαμπτος, αναστηλώνω, αυστηρός, ορθώνω, ανεγείρω, άμυλο, αδιάλλακτος, ισχυρός, άτεγκτος, άκαμπτο, άκαμπτη, άκαμπτα, άκαμπτου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- juveel στα ελληνικά - κόσμημα, στολίδι, κοσμήματος, κοσμημάτων, πετράδι
- jäigastuma στα ελληνικά - την σκλήρυνση του, σκλήρυνση των, σκλήρυνση του, σκλήρυνση της, τη σκλήρυνση των
- jäikus στα ελληνικά - δυσκαμψία, ψυχρότητα, ακαμψία, ακαμψίας, δυσκαμψίας, σκληρότητα
- jäine στα ελληνικά - ψύξη, παγερός, ψυχρός, παγωμένος, παγωμένο, παγωμένη, παγωμένα
Τυχαίες λέξεις
Jäik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλύγιστος, κολλαρίζω, άκαμπτος, αναστηλώνω, αυστηρός, ορθώνω, ανεγείρω, άμυλο, αδιάλλακτος, ισχυρός, άτεγκτος, άκαμπτο, άκαμπτη, άκαμπτα, άκαμπτου
Μεταφράσεις: αλύγιστος, κολλαρίζω, άκαμπτος, αναστηλώνω, αυστηρός, ορθώνω, ανεγείρω, άμυλο, αδιάλλακτος, ισχυρός, άτεγκτος, άκαμπτο, άκαμπτη, άκαμπτα, άκαμπτου