Λέξη: πεζούλα

Σχετικές λέξεις: πεζούλα

πεζούλα καρδίτσα, πεζούλα λίμνη πλαστήρα, κοντοσούβλι πεζούλα, καιρός πεζούλα, πεζούλα μυρτώ, πεζούλα καρδίτσας

Μεταφράσεις: πεζούλα

πεζούλα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
parapet, bench, pezoula, low wall, stone bench, low stone wall

πεζούλα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
antepecho, parapeto, banco, banco de, banca, banquillo, el banco

πεζούλα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brüstung, wall, Bank, Sitzbank, bench

πεζούλα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rampe, parapet, barrière, barre, garde-fou, banc, banquette, banc de, table, bench

πεζούλα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parapetto, panchina, panca, banco, banco di, Divanetto

πεζούλα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
banco, bancada, banco de, bench, banco do

πεζούλα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bank, zitbank, bankje, bench, de bank

πεζούλα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
имущество, бруствер, парапет, скамья, скамейка, скамейке, скамейки, скамьи

πεζούλα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
benk, benken

πεζούλα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bänk, bänken

πεζούλα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
penkki, penkillä, vaihtopenkillä, penkin

πεζούλα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bænk, bænken, bænk med, bench, prøvebænk

πεζούλα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hrazení, zábradlí, lavice, lavičce, lavička, bench, lavici

πεζούλα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedpiersie, poręcz, balustrada, bariera, ławka, ława, ławki, bench, ławce

πεζούλα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pad, padon, padra, próbapadi, asztali

πεζούλα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bank, tezgah, kulübesi, Oynayamadığı zamanlar, bankları

πεζούλα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бильце, поруччя, парапет, бильця, перила, поручні, лава, лавка, скамья, лавочка

πεζούλα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stol, Stoli, Stoli nuk, Pankina, bench

πεζούλα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
перила, пейка, стенд, резервната скамейка, изпитвателен стенд, Пейки за

πεζούλα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лаўка, лава

πεζούλα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rinnatis, pink, Varumeestepink, katsestendil, pingil, pingi

πεζούλα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
parapet, ograda, prsobran, klupa, klupa za, bench, klupa kluba, klupe

πεζούλα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bekkur, bekknum, Strákarnir á bekknum

πεζούλα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suolas, stendo, stende, suoliukas, bench

πεζούλα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sols, stenda, sola, stends, bench

πεζούλα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клупа, клупата, маса, на клупата, клупата на

πεζούλα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bancă, banc, banc de, standul, bancul

πεζούλα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klop, klopi, sedežna, delovne površine, preskusna naprava

πεζούλα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
parapet, lavice, lavica, lavička
Τυχαίες λέξεις