Käepärane στα ελληνικά
Μετάφραση: käepärane, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύχρηστος, πρόχειρος, βολικός, εύχρηστο, βολικό, πρακτικό, εύχρηστη
Μεταφράσεις
- käepide στα ελληνικά - χειρίζομαι, χερούλι, μοχλός, μεταχειρίζομαι, λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, ...
- käepigistus στα ελληνικά - χειραψία, χειραψίας, αναγνώρισης, χειραψία που
- käepärasus στα ελληνικά - άνεση, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
- käerauad στα ελληνικά - χειροπέδες, τις χειροπέδες, χειροπεδών, χειροπέδες που, χειροπέδων
Τυχαίες λέξεις
Käepärane στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύχρηστος, πρόχειρος, βολικός, εύχρηστο, βολικό, πρακτικό, εύχρηστη
Μεταφράσεις: εύχρηστος, πρόχειρος, βολικός, εύχρηστο, βολικό, πρακτικό, εύχρηστη