Käskkiri στα ελληνικά

Μετάφραση: käskkiri, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγία, διάταγμα
Käskkiri στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • käskivalt στα ελληνικά - επιβλητικώς, προστακτικώς
  • käskjalg στα ελληνικά - αγγελιοφόρος, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρου
  • käsn στα ελληνικά - σφουγγάρι, επιτελείο, σπόγγου, σπόγγο, σπόγγος
  • käsnjas στα ελληνικά - σπογγώδης, σπογγώδες, σπογγώδη, σπογγώδους, σπογγώδεις
Τυχαίες λέξεις
Käskkiri στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγία, διάταγμα