Λέξη: πελεκώ

Σχετικές λέξεις: πελεκώ

πελεκώ συνώνυμα

Συνώνυμα: πελεκώ

λαξεύω, κόπτω, κόβω κομματάκια, αλλάζω, κατακόπτω, διαμελίζω, λιανίζω, σμιλεύω, απατώ

Μεταφράσεις: πελεκώ

πελεκώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slaughter, hew, chop, chisel

πελεκώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
matanza, carnicería, hachear, labrar, Hew, desbaste, Cortad, fisíca

πελεκώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
massaker, abschlachten, blutbad, schlachten, massakrieren, niedermetzeln, metzelei, gemetzel, hauen, HEW, behauen, hauen sie, zerstückeln

πελεκώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assassinat, ouvrer, abat, hacher, massacrer, meurtre, abattre, charpenter, tuerie, fendre, battre, carnage, abattage, hécatombe, boucherie, tailler, couper, HEW, bûcher, creuser

πελεκώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
macello, carneficina, scempio, macellare, spaccare, strage, massacro, tagliare, HEW, sbozzare, sgrossare

πελεκώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
massacrar, chacinar, golpear, cortar, decepar, HEW, desbasta, desbastam

πελεκώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
houwen, uithouwen, HEW, houw, van HEW

πελεκώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сражать, разрубать, побоище, тесать, резня, мясорубка, прорубать, подрубать, бойня, обрубать, обтесывать, вбивать, вытесывать, убить, зарез, сразить, рубить, HEW, Матфея

πελεκώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hogge, blodbad, hew, hugge, HEW på

πελεκώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slakta, massaker, blodbad, massakrera, HEW, hugga

πελεκώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hakata, lahdata, lahtaus, verilöyly, teurastus, teurastaa, veistää, HEW, kaivertaa

πελεκώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
massakre, blodbad, HEW, hugge

πελεκώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zmasakrovat, pobít, zabití, masakrovat, zabíjení, masakr, porážet, vyvražďování, krveprolití, řež, sekat, otesat, porážka, jatky, vražda, vybít, tít, tesat, Hew, vytesat

πελεκώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rąbać, ubój, zaszlachtować, mordowanie, wkuć, ociosać, wymordować, ciosać, szlachtować, kuć, mord, zarzynanie, wrębiać, rzeź, masakra, rzezać, rozgromić, ciąć

πελεκώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leölés, farag, vág, Hew, vagdal

πελεκώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırım, katliam, yontmak, HEW, keser, balta ile kesmek

πελεκώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рубати, рубаніть, кровопролиття, убивати, кресати, вбити, убити, висікати, розрубувати, підрізати, рубатимуть

πελεκώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pres, trashë, latoj, hap rrugë me shpatë, përmbahem

πελεκώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сека, одялвам, отсичам, повалям, Отсечете

πελεκώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
секчы, сячы, рубіць

πελεκώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tahuma, tapma, raiuma, veristama, taguma, Hew, Veistää, peaprokuröri abi Hew, abi Hew

πελεκώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sjeći, cijepati, klanje, zaklati, krvoproliće, klesati, hew, otesati

πελεκώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dráp, höggva, HEW, höggva til

πελεκώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
trucido, occidio

πελεκώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žudynės, tašyti, kapoti, Ciosać, ištašyti, atkirsti

πελεκώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tēst, Hew, cirst

πελεκώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
hew

πελεκώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
masacru, măcel, tăia, Hew, Tăiați, toca, cioplește

πελεκώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sekat, Sedi, Cijepati, HEW

πελεκώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
porážka, tít, štít
Τυχαίες λέξεις