Λέξη: επεκτατικός

Σχετικές λέξεις: επεκτατικός

επεκτατικός εθνικισμός, επεκτατικός συνώνυμα

Συνώνυμα: επεκτατικός

διασταλτικός, εκτεταμένος

Μεταφράσεις: επεκτατικός

επεκτατικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expansive, expansionary, expansionist, stimulatory, extensor

επεκτατικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
expansivo, expansiva, amplia, amplio, extensa

επεκτατικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
großartig, expansiv, expansive, expansiven, weitläufigen, weiten

επεκτατικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ample, démonstratif, étendu, grandiose, magnifique, expansif, vaste, expansive, large, expansion

επεκτατικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
espansivo, espansiva, ampio, ampia, espansione

επεκτατικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expansivo, expansiva, amplo, ampla, extensa

επεκτατικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overweldigend, weids, groots, verheven, grandioos, expansieve, uitgestrekte, expansief, uitgestrekt, uitgebreide

επεκτατικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
откровенный, обширный, экспансионистский, открытый, расширительный, великолепный, экспансивный, экспансивной, экспансивным, обширной

επεκτατικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekspansiv, ekspansive, omfattende, vidstrakte, ekspansivt

επεκτατικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
väldig, expansiva, expansiv, expansivt, vidsträckta

επεκτατικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uhkea, aava, ekspansiivinen, laaja, ekspansiivisen, laajoja, ekspansiivisessa

επεκτατικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspansiv, ekspansive, ekspansivt

επεκτατικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
širý, rozpínavý, obsáhlý, expanzivní, rozsáhlý, roztažná, expanzivním

επεκτατικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozległy, ekspansywny, wylewny, ekspansywna, ekspansywne

επεκτατικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
táguló, expanziós, expanzív, terjedékeny, kiterjedt, kiterjedésű, nagy kiterjedésű, tágulóképes

επεκτατικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geniş, geniş bir, genişleyen, yaygın, genişleme

επεκτατικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відвертий, експансивний, відкритий, відімкнений

επεκτατικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shtrirë, shtrirë, të shtrirë, zgjerues, ekspansiv

επεκτατικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експанзивен, просторен, експанзивна, обширен, разтегаем

επεκτατικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
экспансіўны

επεκτατικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paisuv, suurejooneline, avatud, ekspansiivne, laienev, ekspansiivse, ulatuslik, ekspansiivset

επεκτατικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rastegljiv, prostran, ekspanzivan, ekspanzivna, prostrani, ekspanzivne

επεκτατικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þenjanlegur, víðáttumikið, Expansive, víðlend

επεκτατικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
platus, atviri, išsiplečiantis, ekspansinė, išsiplėtusi

επεκτατικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekspansīvs, ekspansīvas, ekspansīva, plašs, atklāts

επεκτατικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
експанзивна, експанзивен, експанзивната, експанзивно, ширен

επεκτατικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
expansiv, expansivă, expansive, expansiva, expansiune

επεκτατικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zgovorni, ekspanzivna, ekspanzivno, širok

επεκτατικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
expanzívna, expanzívnu, expanzívnej, expanzívne, rozpínaním
Τυχαίες λέξεις