Kaup στα ελληνικά

Μετάφραση: kaup, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπόρευμα, πραμάτεια, εμπορεύματα, αγαθά, αγαθό, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα
Kaup στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kaunistus στα ελληνικά - στολισμός, καλλωπισμός, εξωραϊσμός, διακοσμητικό στοιχείο, εξωραϊσμό, διακοσμητικό
  • kaunviljaline στα ελληνικά - οι παλμοί, τους παλμούς, του Όσπρια, των παλμών, οι παλμοί που
  • kaupleja στα ελληνικά - έμπορος, έμπορο, εμπόρου, επιχειρηματίας, επιχειρηματία
  • kauplema στα ελληνικά - εμπόριο, επιτήδευμα, επάγγελμα, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, ...
Τυχαίες λέξεις
Kaup στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπόρευμα, πραμάτεια, εμπορεύματα, αγαθά, αγαθό, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα