Εμπόρευμα στα εσθονικά
Μετάφραση: εμπόρευμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tarbeese, kaup, kauba, toormehindade, tooraine, toorme
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπόρευμα
εμπόρευμα μετάφραση, εμπόρευμα και χρήμα, το εμπόρευμα, εμπόρευμα στα αγγλικά, εμπόρευμα αγγλικά, εμπόρευμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, εμπόρευμα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εμπρός στα εσθονικά - tervist, edastama, edasi, ettepoole, tulevikku, huviga, edastada
- εμπόδιο στα εσθονικά - barjäär, piire, tõke, takistus, barjääri, takistuseks
- εμπόριο στα εσθονικά - vahetama, kauplema, kaubandus, kaubanduse, kaubandust, kaubanduses, kauplemist
- εμφάνιση στα εσθονικά - pilk, väljanägemine, otsima, ilmumine, välimus, välimuse, välimust, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπόρευμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tarbeese, kaup, kauba, toormehindade, tooraine, toorme
Μεταφράσεις: tarbeese, kaup, kauba, toormehindade, tooraine, toorme