Kirikuteener στα ελληνικά
Μετάφραση: kirikuteener, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκευοφύλακας, νεωκόρος, ραβδούχος, κανδηλανάπτης, εκκλησιαστικός, εκκλησιαστικός θα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kirikuskäija στα ελληνικά - εκκλησιαζόμενοι, των πιστών
- kirikutorn στα ελληνικά - Εκκλησία, Εκκλησίας, Church, Ναός, Εκκλησία του
- kirikuõpetaja στα ελληνικά - εφημέριος, υπουργός, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, Υπουργείο
Τυχαίες λέξεις
Kirikuteener στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκευοφύλακας, νεωκόρος, ραβδούχος, κανδηλανάπτης, εκκλησιαστικός, εκκλησιαστικός θα
Μεταφράσεις: σκευοφύλακας, νεωκόρος, ραβδούχος, κανδηλανάπτης, εκκλησιαστικός, εκκλησιαστικός θα