Konstant στα ελληνικά
Μετάφραση: konstant, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- konstaabel στα ελληνικά - αστυφύλακας, Constable, Αστυφύλακα, κοντόσταυλου, Κόνσταμπλ
- konstantselt στα ελληνικά - συνεχώς, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
- konstantsus στα ελληνικά - είναι σταθερή, είναι σταθερό, είναι σταθερός, είναι συνεχής, παραμένει σταθερή
Τυχαίες λέξεις
Konstant στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Μεταφράσεις: συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά