Αδιάκοπος στα εσθονικά
Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
püsiv, konstant, truu, lakkamatu, lõputu, lakkamatult, raugematu, lakkamatus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος
αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αδιάκοπος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αδιάβροχος στα εσθονικά - veekindel, veekindla, veekindlad, veekindlast, vee-
- αδιάθετος στα εσθονικά - enesetunne, ennast halvasti, halva enesetunde, halva enesetunde korral, halb enesetunne
- αδιάκριτος στα εσθονικά - küsiv, taktitu, uudishimulik, taktitundetu, Nuuskija, SNOOPER, Parim SNOOPER
- αδιάλλακτος στα εσθονικά - jäik, range, Jõuline, järeleandmatu, leppimatu, järeleandmatusest, kompromissitum
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: püsiv, konstant, truu, lakkamatu, lõputu, lakkamatult, raugematu, lakkamatus
Μεταφράσεις: püsiv, konstant, truu, lakkamatu, lõputu, lakkamatult, raugematu, lakkamatus