Lagi στα ελληνικά

Μετάφραση: lagi, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταβάνι, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου
Lagi στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lage στα ελληνικά - γυμνός, ανεμοδαρμένος, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
  • lagendik στα ελληνικά - έκταση, βαθμός, ξέφωτο, Glade, το Glade, του Glade, ξέφωτο του
  • lagipunkt στα ελληνικά - κορυφή, κορυφής, την κορυφή, vertex, κορυφών
  • lagrits στα ελληνικά - γλυκόρριζα, γλυκόριζας, γλυκόριζα, γλυκύρριζα, γλυκόριζας που
Τυχαίες λέξεις
Lagi στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταβάνι, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου