Levik στα ελληνικά

Μετάφραση: levik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανομή, φουντώνω, επέκταση, κατανομή, απλώνω, διαδίδω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Levik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • letargiline στα ελληνικά - ληθαργικός, ληθαργικό, λήθαργο, ληθαργική, ληθαργικά
  • lett στα ελληνικά - θυρίδα, μετρητής, μετρητή, αντίθεση, αντίθετη, απαριθμητή
  • levima στα ελληνικά - φουντώνω, διασπείρω, διαδίδω, επέκταση, απλώνω, διάδοση, εξάπλωση, ...
  • levimine στα ελληνικά - διασκορπισμός, διασπορά, διασποράς, τη διασπορά, της διασποράς
Τυχαίες λέξεις
Levik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανομή, φουντώνω, επέκταση, κατανομή, απλώνω, διαδίδω, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής