Liimima στα ελληνικά
Μετάφραση: liimima, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλλα, κολλώ, δεσμός, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- liim στα ελληνικά - τσιμέντο, μπετό, κολλώ, κόλλα, λάσπη, κολλητική, συγκολλητικό, ...
- liimaine στα ελληνικά - κόλλα, κολλητική, συγκολλητικό, συγκολλητική, κόλλας
- liimine στα ελληνικά - κολλώδης, κολλώδους, κολλώδες, κολλώδη, έναν κολλώδη
- liimjas στα ελληνικά - κολλώδης, κολλώδες, κολλώδη, γλασέ, γλουτενικές ιδιότητες
Τυχαίες λέξεις
Liimima στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλλα, κολλώ, δεσμός, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου
Μεταφράσεις: κόλλα, κολλώ, δεσμός, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου