Κολλώ στα εσθονικά
Μετάφραση: κολλώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liimima, liim, kinnituma, kepp, stick, kinni, pulk, jääda
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλώ
κολλάω κλίση, μπρίκια κολλώ, κολλώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, κολλώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κολλητός στα εσθονικά - semu, ligidal, põhjalik, lõppema, linnavurle, kutt, dude
- κολλιτσίδα στα εσθονικά - takjas, takja
- κολλώδης στα εσθονικά - kleepuv, külgejääv, Kleeps, Sticky, kleepuva, kleepuvad
- κολοκύθα στα εσθονικά - kõrvits, kõrvitsa, pumpkin, korvits, korvitsa
Τυχαίες λέξεις
Κολλώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: liimima, liim, kinnituma, kepp, stick, kinni, pulk, jääda
Μεταφράσεις: liimima, liim, kinnituma, kepp, stick, kinni, pulk, jääda