Mässaja στα ελληνικά
Μετάφραση: mässaja, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαναστατώ, επαναστάτης, αποστάτης, αντάρτης, στασιαστής, ανταρτών, των ανταρτών, εξεγερμένων
Μεταφράσεις
- mäss στα ελληνικά - πληθώρα, επανάσταση, όργιο, ταραχή, εξέγερση, ανταρσία, εξέγερσης, ...
- mässama στα ελληνικά - εξέγερση, ανταρσία, ανταρσίας, στάση, την ανταρσία, εξέγερσης
- mässuline στα ελληνικά - στασιαστικός, αντάρτης, στασιαστής, ανταρτών, των ανταρτών, εξεγερμένων
Τυχαίες λέξεις
Mässaja στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαναστατώ, επαναστάτης, αποστάτης, αντάρτης, στασιαστής, ανταρτών, των ανταρτών, εξεγερμένων
Μεταφράσεις: επαναστατώ, επαναστάτης, αποστάτης, αντάρτης, στασιαστής, ανταρτών, των ανταρτών, εξεγερμένων