Mõra στα ελληνικά

Μετάφραση: mõra, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάταγμα, θλάση, σπάσιμο, ατέλεια, ψεγάδι, διχοτομία, ρήγμα, ρήξη, χάσμα, σχίσμα, ρήξης
Mõra στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mõnus στα ελληνικά - νταής, βολικός, θρασύδειλος, άνετος, απολαυστικός, ευχάριστη, απολαυστική, ...
  • mõnutunne στα ελληνικά - ζήλος, ζέση, νοστιμάδα, ξύσμα, απόλαυση, όρεξη
  • mõrane στα ελληνικά - τριζοβολώ, κροτάλισμα, τρίξιμο, ραγισμένος, ραγισμένα, ραγισμένο, ραγίσει, ...
  • mõrtsukas στα ελληνικά - δολοφόνος, δολοφόνο, δολοφόνου, φονιάς, φονιά
Τυχαίες λέξεις
Mõra στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάταγμα, θλάση, σπάσιμο, ατέλεια, ψεγάδι, διχοτομία, ρήγμα, ρήξη, χάσμα, σχίσμα, ρήξης