Λέξη: αναγνώστης

Σχετικές λέξεις: αναγνώστης

αναγνώστης barcode, αναγνώστης οικονομόπουλος, αναγνώστης περιοδικό, αναγνώστης παπαγεωργίου, αναγνώστης βραβεία, αναγνώστης πελοποννήσου, αναγνώστης μάντακας, αναγνώστης ελασσόνα, αναγνώστης πετμεζάς, αναγνώστης ocr, μικρός αναγνώστης

Συνώνυμα: αναγνώστης

αναγνωστικό

Μεταφράσεις: αναγνώστης

αναγνώστης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reader, reader is, readers, reader of

αναγνώστης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lector, lector de, lectores, el lector

αναγνώστης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lektor, benützer, lesebuch, korrektor, lesegerät, kritiker, leser, abonnent, benutzer, Leser, Reader, Lesegerät, Lese

αναγνώστης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lecteur, professeur, abonné, critique, lecteurs, lecteur de, lecture, le lecteur

αναγνώστης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lettore, lettore di, reader, lettori, il lettore

αναγνώστης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lido, ler, assinante, leitor, leitor de, leitores, leitora, reader

αναγνώστης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
abonnee, lezer, reader, kaartlezer, de lezer

αναγνώστης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рецензент, референт, псаломщик, псалом, преподаватель, лектор, подписчик, читатель, хрестоматия, абонент, корректор, доцент, чтец, считыватель, сердцевед, читателя, читателю, чтения

αναγνώστης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leser, leseren, reader

αναγνώστης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läsare, läsaren

αναγνώστης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lehtori, lukija, tilaaja, esilukija, luennoitsija, Reader, lukijan, lukijalle, lukijaa

αναγνώστης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
læser, læseren, Reader, kortlæser

αναγνώστης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
profesor, lektor, čtenář, čtečka, čtenáři, čtečky, čtenáře

αναγνώστης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykładowca, recenzent, czytanka, czytelnik, czytnik, lektor, czytnika, czytelnika, reader

αναγνώστης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
olvasókönyv, felolvasó, olvasó, Reader, olvasót, leolvasó

αναγνώστης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eleştirmen, düzeltmen, okur, okuyucu, okuyucusu, okuyucunun, reader

αναγνώστης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переадресовувати, читач, читачу

αναγνώστης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lexues, lexuesi, lexuesit, lexues i, lexuesin

αναγνώστης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
четец, читател, четец на, четец за, четящо

αναγνώστης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чытач

αναγνώστης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lugeja, riider, Reader, lugejale, lugejat, lugejal

αναγνώστης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čitateljica, čitatelj, čitalac, lektor, korektor, čitač, Reader, čitatelju

αναγνώστης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dósent, lesandi, lesandinn, lesandanum, lesendur, lesari

αναγνώστης στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lector

αναγνώστης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skaitytojas, Reader, skaitytuvas, skaitytojui

αναγνώστης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lasītājs, Reader, lasītāju, lasītājam

αναγνώστης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
читателот, читач, читачот, читател, читач на

αναγνώστης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cititor, cititor de, cititorul, reader, cititorului

αναγνώστης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bralec, bralnik, reader, čitalnik, čitalec

αναγνώστης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
snímač, čitateľ, čitateľovi, čitateľa

Στατιστικά δημοτικότητας: αναγνώστης

Τυχαίες λέξεις