Naiselik στα ελληνικά
Μετάφραση: naiselik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρόκα, περούκα, θηλυκός, γυναικείος, θηλυκό, θηλυκή, γυναικεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- naiivsus στα ελληνικά - αφέλεια, αφέλειας, αφέλειά, την αφέλεια, αγαθοσύνη
- naine στα ελληνικά - γυναίκα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
- naiselikkus στα ελληνικά - θηλυκότητα, θηλυκότης, γυναικεία χάρις
- naiskorporatsioon στα ελληνικά - θηλυκό, γυναικεία, γυναικείο, θηλυκά, γυναικείας
Τυχαίες λέξεις
Naiselik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρόκα, περούκα, θηλυκός, γυναικείος, θηλυκό, θηλυκή, γυναικεία
Μεταφράσεις: ρόκα, περούκα, θηλυκός, γυναικείος, θηλυκό, θηλυκή, γυναικεία