Λέξη: φρούτο

Σχετικές λέξεις: φρούτο

φρούτο σαλάτα, φρούτο λωτός, φρούτο του δράκου, φρούτο βανίλια θερμίδες, φρούτο βανίλια, φρούτο λίτσι, φρούτο μετά το φαγητό, φρούτο ντουριάν, φρούτο του πάθους, φρουτο πριν ή μετα το φαγητο

Συνώνυμα: φρούτο

καρπός, οπωρικό

Μεταφράσεις: φρούτο

φρούτο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fruit, fruit is, piece of fruit, a fruit, fruits

φρούτο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fruto, fruta, frutas, frutos, la fruta

φρούτο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
obst, frucht, Frucht, Früchte, Obst

φρούτο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fruit, fruitier, produit, fruits, des fruits, de fruits, les fruits

φρούτο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frutto, frutta, di frutta, frutti, della frutta

φρούτο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fruto, fruta, congelado, frutas, frutos, de frutas

φρούτο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fruit, vrucht, vruchten, groenten, soorten groenten

φρούτο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
последствие, результат, порождение, следствие, плод, плодоносить, фрукт, плоды, фрукты, фруктов, фруктовый

φρούτο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frukt, frukten, frukter, fruit

φρούτο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frukt, frukter, frukten, frukt-

φρούτο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hedelmä, hedelmät, hedelmien, hedelmiä, hedelmä-

φρούτο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frugt, frugter, frugten, af frugt, frugt-

φρούτο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ovoce, plod, výnos, ovocný, zisk, plodå, ovocné, plody

φρούτο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
owocować, płód, owoc, owocowy, owoców, owoce, fruit

φρούτο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyümölcs, gyümölcs-, gyümölcsök, gyümölcsöt, gyümölcse

φρούτο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meyve, meyveler, fruit, meyva

φρούτο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плід, фрукти, фрукт, наслідок

φρούτο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
frut, fruta, frutash, fryti, fryt, fruta të

φρούτο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плод, плодове, плодовете, на плодове, плодов

φρούτο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плод, садавіна, садавіну, фрукты

φρούτο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vili, puuvili, puu-, puu, puuviljad

φρούτο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
voćka, voće, plod, voća, voćni, voćem

φρούτο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ávöxtur, aldin, ávöxtum, ávextir, ávexti, Fruit

φρούτο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pomum

φρούτο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaisius, vaisiai, vaisių, fruit

φρούτο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
auglis, augļi, augļu, augļus, augļiem

φρούτο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плодот, овошје, овошни, плодови, плод, овошен

φρούτο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fruct, rod, fructe, de fructe, fructelor, fructele

φρούτο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plod, sadje, sadni, sadja, sad, plodovi

φρούτο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ovocný, ovocie, ovocia

Στατιστικά δημοτικότητας: φρούτο

Τυχαίες λέξεις