Λέξη: ανασκευάζω

Σχετικές λέξεις: ανασκευάζω

ανασκευάζω λεξικο, ανασκευάζω οικογενεια λεξεων, ανασκευάζω βικιλεξικο, ανασκευάζω επιχείρημα, ανασκευάζω συνωνυμα, ανασκευάζω συνώνυμο, ανασκευάζω σημασια

Συνώνυμα: ανασκευάζω

αντικρούω, αναιρώ, διαψεύδω, επανακτίζω, ανοικοδομώ, ανασχηματίζω

Μεταφράσεις: ανασκευάζω

ανασκευάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confute, reconstruct, rebut, disprove, refute

ανασκευάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confutar, refutar, confute, refutar a, refutarlo

ανασκευάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
widerlegen, confute, zu widerlegen

ανασκευάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infirmer, réfuter, confute

ανασκευάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
confutare, confutare i, confutarlo, confutare il, ribattere

ανασκευάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refutar, confute, refuto, confundir, confutar

ανασκευάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weerleggen, te weerleggen, weerleg, het weerleg, wederleggen

ανασκευάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опровергать, опровергнуть, опровергают

ανασκευάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjendrive, drive

ανασκευάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
confute, vederlägga

ανασκευάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kumota, confute

ανασκευάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
confute

ανασκευάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyvrátit

ανασκευάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbijać, odpierać, udaremniać, przekonać kogoś, odeprę, confute, zbić argumenty

ανασκευάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cáfol, cáfolja, cáfolni, teszi kétségessé ennek, teszi kétségessé

ανασκευάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
susturmak, çürütmek, aksini ispatlamak, yalanlamak

ανασκευάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спростуйте, спростувати, спростовувати, заперечувати, спростовуватиме

ανασκευάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hedh poshtë, përgënjeshtroj

ανασκευάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опровергавам, оборва

ανασκευάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аспрэчваць, абвяргаць, абвергнуць, адмаўляць, адмаўляцца

ανασκευάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väärama

ανασκευάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opovrgnuti, demantirati, poricati, demantovati, pobije

ανασκευάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
confute

ανασκευάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paneigti, Zbić argumentai, Įtikinti ką nors, Įtikinti ką

ανασκευάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atspēkot

ανασκευάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
опровергавам

ανασκευάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
respinge, combate, contrazice

ανασκευάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Pobiti, ovreči utemeljenosti, Opovrgnuti, ovreči

ανασκευάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
umlčať, vyvrátiť, spochybniť, vyvrátenie, vyvrátila
Τυχαίες λέξεις