Organist στα ελληνικά

Μετάφραση: organist, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οργανίστας, οργανοπαίκτης, οργανίστα, οργανοπαίκτη, το οργανοπαίκτης
Organist στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arter στα ελληνικά - αρτηρία, αρτηρίας, αρτηριών, νόσο, αρτηριακού
  • kokkuhoidlikkus στα ελληνικά - λιτότητα, λιτότητας, τη λιτότητα, λιτότης, λιτότητά
  • laik στα ελληνικά - ρανίδα, μέρος, εντοπίζω, βούλα, σπυρί, κηλίδα, έμπλαστρο, ...
  • lavastus στα ελληνικά - σταδιοποίηση, στάσης, σταδιοποίησης, διοργάνωση, ικριώματος
Τυχαίες λέξεις
Organist στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οργανίστας, οργανοπαίκτης, οργανίστα, οργανοπαίκτη, το οργανοπαίκτης