Põlema στα ελληνικά

Μετάφραση: põlema, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Põlema στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abaluu στα ελληνικά - λεπίδα, ωμοπλάτη, ωμοπλάτης, scapula, της ωμοπλάτης, την ωμοπλάτη
  • inimkond στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
  • nurmkana στα ελληνικά - πρόθεμα, πέρδικα, πέρδικες, πέρδικας, τις πέρδικες, πετροπέρδικα
Τυχαίες λέξεις
Põlema στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται