Põlg στα ελληνικά
Μετάφραση: põlg, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eksklusiivne στα ελληνικά - αποκλειστικός, αποκλειστικότητα, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
- erootiline στα ελληνικά - ερωτικός, ερωτική, ερωτικό, ερωτικά, ερωτικές
- isegi στα ελληνικά - ακόμα, ίσος, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και
- kahenaisepidamine στα ελληνικά - διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
Τυχαίες λέξεις
Põlg στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ντροπή, όνειδος, αίσχος, ατίμωση