Põnn στα ελληνικά
Μετάφραση: põnn, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τηγανίζω, μαρίδα, καβουρντίζω, ράντισμα, εκκλύζω, squirt, αναιδής, αδέξιος
Μεταφράσεις
- allakäinud στα ελληνικά - εκφυλισμένος, εκφυλισμένη, εκφυλισμένων, εκφυλισμένα, εκφυλισμένες
- hord στα ελληνικά - ορδή, τάγμα, πλήθος, Horde, ορδής, ορδές, στίφος
- idealistlik στα ελληνικά - ιδεαλιστικός, ιδεαλιστική, ιδεαλιστικό, ιδεαλιστικές, ιδεαλιστικών, ιδεαλιστές
- looma στα ελληνικά - δημιουργώ, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, να δημιουργήσει
Τυχαίες λέξεις
Põnn στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τηγανίζω, μαρίδα, καβουρντίζω, ράντισμα, εκκλύζω, squirt, αναιδής, αδέξιος
Μεταφράσεις: τηγανίζω, μαρίδα, καβουρντίζω, ράντισμα, εκκλύζω, squirt, αναιδής, αδέξιος