Λέξη: υποκείμενο

Σχετικές λέξεις: υποκείμενο

υποκείμενο ρήμα αντικείμενο, υποκείμενο αντικείμενο κατηγορούμενο, υποκείμενο ρήμα αντικείμενο ασκήσεις, υποκείμενο νόσημα, υποκείμενο ferro, υποκείμενο ρήμα αντικείμενο κατηγορούμενο, υποκείμενο ρήμα αντικείμενο κατηγορούμενο ασκήσεις, υποκείμενο απαρεμφάτου, υποκείμενο αντικείμενο, υποκείμενο ρήματος

Συνώνυμα: υποκείμενο

άτομο, πρόσωπο, θέμα, ζήτημα, υπήκοος

Μεταφράσεις: υποκείμενο

υποκείμενο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subject, person, taxable, underlying, the subject

υποκείμενο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sujeto, asignatura, asunto, tema, objeto, sujetos, sujeta

υποκείμενο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
satzgegenstand, gegenstand, betreff, disziplin, subjekt, fragenkomplex, thema, schulfach, untergeordnet, staatsangehöriger, lehrfach, fach, Gegenstand, Thema, Subjekt, Motiv, unterliegen

υποκείμενο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
thème, sujet, chose, disposé, ressortissant, discipline, sous-titre, travée, enclin, objet, flexible, soumis, sous réserve, l'objet

υποκείμενο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
argomento, materia, soggetto, suddito, oggetto, soggette, tema

υποκείμενο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
debelar, motivo, temas, sujeito, tema, assunto, sujeitar, sujeitos, sujeita, sujeitas

υποκείμενο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staatsburger, thema, subject, discipline, apropos, stof, tucht, onderwerp, onderworpen, onder voorbehoud, onderhevig

υποκείμενο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подданный, поддавать, тема, гражданин, подлежащее, предмет, предаваться, подчиненный, вопрос, поддать, субъект, сюжет, подвергать, подданная, дисциплина, объект, предметом, подлежат, подлежит

υποκείμενο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
disiplin, sak, emne, tema, lagt, gjenstand, faget, underlagt

υποκείμενο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
föremål, tema, subjekt, ämne, omfattas, ämnet, förbehåll

υποκείμενο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tieteenala, alistua, kansalainen, altistaa, taipuvainen, kohde, syy, aihe, edellyttää, sovelletaan, kohteena, aiheesta

υποκείμενο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fag, emne, tema, underlagt, omfattet, genstand, forbehold

υποκείμενο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
téma, objekt, náchylný, osoba, námět, předmět, jedinec, podmět, poddajný, poddaný, subjekt, předmětem, podléhá

υποκείμενο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uzależnić, podlegać, ulegać, podmiot, temat, poddawanie, przedmiot, ulęgać, podporządkować, poddać, obiekt, poddany

υποκείμενο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tantárgy, állampolgár, téma, tárgy, tárgyát, alá, tárgya

υποκείμενο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
konu, tema, disiplin, konusu, tabi, tabidir, maruz

υποκείμενο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підлеглий, предмет, підвладний, тема, піддавати, тему

υποκείμενο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
subjekt, temë, nënshtrohen, nënshtrohet, objekt, subjekt i

υποκείμενο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предмет, подлежи, обект, подлежат, субект

υποκείμενο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэма, тема

υποκείμενο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alam, subjekt, aine, teema, suhtes, suhtes kohaldatakse, tingimusel, mille suhtes

υποκείμενο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predmetom, podložan, subjekt, predmeti, tema, pokoriti, zavisan, podrediti, predmet, podliježe, podliježu

υποκείμενο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fag, málefni, háð, fyrirvara, háð því, með fyrirvara, efni

υποκείμενο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
thema

υποκείμενο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
disciplina, tema, objektas, temą, taikomos, taikomi

υποκείμενο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
disciplinētība, disciplīna, tēma, temats, pakļauts, objekts, subjekts, pakļaut

υποκείμενο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
предмет, предметот, тема, подлежат, подлежи

υποκείμενο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subiect, obiectul, supuse, sub rezerva, supusă

υποκείμενο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
téma, predmet, velja, ob, veljajo, pod

υποκείμενο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jedinec, predmet, téma, osoba, Vec, Predmet úpravy, predmetu, predmetom

Στατιστικά δημοτικότητας: υποκείμενο

Τυχαίες λέξεις