Pardel στα ελληνικά
Μετάφραση: pardel, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξυράφι, ξυριστική μηχανή, Ξυριστική, ξυριστικής μηχανής, Shaver, για ξυριστική μηχανή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anonüümselt στα ελληνικά - ανώνυμα, ανωνύμως, ανωνυμία, ανώνυμη
- haigusttekitav στα ελληνικά - παθογόνος, που προκαλούν ασθένεια, που προκαλεί την ασθένεια, νοσογόνων, νοσογόνα, που προκαλούν ασθένειες
- jumalikult στα ελληνικά - θεϊκά, θεία, divinely, θεϊκή, ουράνια
- kivitrükk στα ελληνικά - λιθογραφία, χαρακτήρα της λιθογραφίας, lithograph
Τυχαίες λέξεις
Pardel στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξυράφι, ξυριστική μηχανή, Ξυριστική, ξυριστικής μηχανής, Shaver, για ξυριστική μηχανή
Μεταφράσεις: ξυράφι, ξυριστική μηχανή, Ξυριστική, ξυριστικής μηχανής, Shaver, για ξυριστική μηχανή