Ξυράφι στα εσθονικά

Μετάφραση: ξυράφι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
habemenuga, pardel, razor, noa, raseerija, terade
Ξυράφι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξυράφι

ξυράφι ξυρίσματος, ξυράφι για ξύρισμα, ξυράφι ή ξυριστική μηχανή, εκδόσεισ ξυράφι, ξυράφι dovo, ξυράφι λεξικό γλώσσας εσθονικά, ξυράφι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ξυλώδης στα εσθονικά - puine, puit-, puitunud, puittaimede, puidu
  • ξυπνώ στα εσθονικά - äratama, virguma, ärkama, ärka, äratada, ärkan, ärgata
  • ξυρίζομαι στα εσθονικά - raseerima, habemeajamine, hööveldama, kaapraud, habe ajama
  • ξόρκι στα εσθονικά - loits, mana, jutustama, loitsu, loitsust, loitsimist, Loitsude
Τυχαίες λέξεις
Ξυράφι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: habemenuga, pardel, razor, noa, raseerija, terade