Piiritlema στα ελληνικά
Μετάφραση: piiritlema, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκρίνομαι, οροθετώ, οριοθετώ, σκιαγραφώ, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ahing στα ελληνικά - τρίαινα, σβούρα, συναυλία, gig, την παράσταση στον, παράσταση στον
- eraldusjoon στα ελληνικά - διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
- lapsepõlv στα ελληνικά - παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, την παιδική ηλικία, παιδική, παιδικής
- naituma στα ελληνικά - παντρευτούν, παντρευτεί, παντρεύονται, να παντρευτεί, παντρεψει
Τυχαίες λέξεις
Piiritlema στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, οροθετώ, οριοθετώ, σκιαγραφώ, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, οροθετώ, οριοθετώ, σκιαγραφώ, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει