Piisavalt στα ελληνικά

Μετάφραση: piisavalt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νισάφι, επαρκώς, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Piisavalt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • järeleandmine στα ελληνικά - επιείκεια, απόλαυση, ανοχή, επιείκειά, ανοχής
  • ligatuur στα ελληνικά - σύμπλεγμα, επίδεσμος, κλωστή, κράμα, κράματος, κραμάτων, κραματοποιημένο, ...
  • lõpetamata στα ελληνικά - ημιτελής, ημιτελή, ημιτελές, ημιτελών, ημιτελείς
Τυχαίες λέξεις
Piisavalt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νισάφι, επαρκώς, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά