Λέξη: παραπλανώ

Σχετικές λέξεις: παραπλανώ

παραπλανώ συνώνυμο, παραπλανώ συνώνυμα

Συνώνυμα: παραπλανώ

διασκεδάζω, εξαπατώ, γοητεύω, πλανώ, αποπλανώ, παρασύρω

Μεταφράσεις: παραπλανώ

παραπλανώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mislead, misguide, beguile

παραπλανώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
misguide, engañar, desviar, desviar a, confundir a

παραπλανώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verleiten, irre, irrezuführen, misguide, Irre führen

παραπλανώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fourvoyer, égarent, tromper, égarons, dérouter, égarez, égarer, induire en erreur, égarer les, misguide

παραπλανώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
misguide, sviare, fuorviare

παραπλανώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trair, infortúnio, desencaminhar, misguide, desorientar, desencaminham, orientar mal

παραπλανώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
misleiden, te misleiden, misleiden van, het misleiden, het misleiden van

παραπλανώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дезинформировать, обманывать, вводить в заблуждение, заблуждение, в заблуждение, сбить с пути

παραπλανώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
villede, misguide, har ført vill, ført vill i, har ført vill i

παραπλανώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
misguide, vilseleda, vilse

παραπλανώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eksyttää, naruttaa, harhaanjohtaa, misguide

παραπλανώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vildlede, misguide, at vildlede, mislede

παραπλανώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mýlit, oklamat, pomýlit, svést, zmýlit, klamat, zavádět

παραπλανώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmylać, zmylić, omylić, mylić, zwieść, wprowadzić w błąd, w błąd, wprowadzają w błąd, wprowadzać w błąd

παραπλανώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elcsábít, félrevezet, félrevezethetik, könnyen félrevezethetik, félrevezetni

παραπλανώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yanlış yönlendirmek, saptırmak, yanlış yönlendirdiği, yanlış yönlendirecek

παραπλανώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вводити в оману, вводити на манівці, зводити

παραπλανώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prish, humbë, lajthit, devijojë, lë të humbur

παραπλανώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заблуждавам, заблуди, да заблуди, лошо направлявам

παραπλανώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўводзіць у, уводзіць у, уводзiць у

παραπλανώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eksitama, Eksyttää

παραπλανώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavesti, obmanjivati, ih obmanjivali, obmanjivali, pogrešno savjetovati, bi ih obmanjivali

παραπλανώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
misguide

παραπλανώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suklaidinti, Zwieść, Neteisingai kreiptis, Blogai patarti, Neteisingai nukreipti

παραπλανώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maldināt, maldina, nepareizi virzīt

παραπλανώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во заблуда, ја доведе во заблуда, заблуда, доведе во заблуда, заблуждавам

παραπλανώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
induce în eroare, i îndrume greșit, îndrume greșit, îndrume greșit pe, i îndrume greșit pe

παραπλανώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Obmanjivati

παραπλανώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zviesť, zviest
Τυχαίες λέξεις