Λέξη: σέξι
Σχετικές λέξεις: σέξι
σέξι γυναίκες, σέξι λόγια, σέξι φωτο, σέξι ατύχημα στο γυναικείο τζούντο (pic), σέξι ατύχημα στον αέρα του made in star, σέξι ρούχα, σέξι ατυχήματα, σέξι ατύχημα, σέξι ανέκδοτα, σέξι μοντέλα
Μεταφράσεις: σέξι
σέξι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foxy, sexy, attractive
σέξι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sexy, atractivo, atractiva, atractivo de, atractivos
σέξι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fuchsartig, schlau, listig, sexy, reizvolle, reiz, reizvollen, reizvoll
σέξι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rouquin, rusé, malin, roublard, roux, sexy
σέξι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sexy, sexy di, sexy del, sexy della
σέξι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ardiloso, ladino, astuto, sensual, sexy, de sexy, atraente
σέξι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doortrapt, sluw, uitgeslapen, slim, gewiekst, schalks, listig, sexy
σέξι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рыжий, прокисший, лукавый, лисий, красно-бурый, хитрый, сексуальный, сексуальная, сексуальное, сексуальность, сексуальные
σέξι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sexy
σέξι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sexig, sexiga, sexigt, sexy
σέξι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ovela, viekas, seksikäs, sexy, seksikkäitä
σέξι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sexet, sexy, sexede, frække
σέξι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rezavý, ryšavý, zrzavý, sexy, erotické, erotický
σέξι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rudy, ponętny, seksowny, sexy, seksowna, seksowną, erotyczne
σέξι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dögös, savanykás, vörösbarna, csini, csalafinta, szexis, szexi, sexy, a szexi
σέξι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hilekâr, kurnaz, seksi, sexy, seksi bir
σέξι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рудий, хитрий, лисий, рижий, червоно-бурий, сексуальний, найсексуальніший
σέξι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sexy, seksi
σέξι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сексапилен, секси, сексапилна
σέξι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сэксуальны, сексуальны
σέξι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salalik, moodne, punakaspruun, seksikas, sexy, seksikad
σέξι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lukav, seksi, sexy
σέξι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kynþokkafullur, kynæsandi
σέξι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gudrus, seksualus, sexy, seksuali
σέξι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
manīgs, viltīgs, izveicīgs, sexy, seksīga, seksīgs, seksīgi, seksīgā
σέξι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
секси
σέξι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
viclean, sexy, de sexy, sexi, reclama
σέξι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
seksi, sexy
σέξι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sexy, sexi