Pikee στα ελληνικά
Μετάφραση: pikee, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταγώγιο, βουτώ, καταδύομαι, πικάρω, πηκέ, Πικέ, πικαρισμάτων, pique
Μεταφράσεις
- jutustamine στα ελληνικά - αφήγηση, αφήγησης, διήγηση, την αφήγηση, αφήγησή
- kukal στα ελληνικά - σβέρκος, αυχένας, αυχένα, σβέρκο, στον αυχένα
- mesila στα ελληνικά - μελισσοτροφείο, μελισσοκομείο, μελισσοκομείου, του μελισσοκομείου, το μελισσοκομείο, μελίσσι
- nartsiss στα ελληνικά - ασφόδελος, daffodil, ασφόδελο, νάρκισσος, νάρκισσου
Τυχαίες λέξεις
Pikee στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταγώγιο, βουτώ, καταδύομαι, πικάρω, πηκέ, Πικέ, πικαρισμάτων, pique
Μεταφράσεις: καταγώγιο, βουτώ, καταδύομαι, πικάρω, πηκέ, Πικέ, πικαρισμάτων, pique