Λέξη: αμυγδαλή

Σχετικές λέξεις: αμυγδαλή

γλωσσική αμυγδαλή, αμυγδαλή εγκέφαλος, αμυγδαλή πρησμένη, αμυγδαλή ιππόκαμπος, αμυγδαλή αγιάς, αμυγδαλή καρδίτσας, παρίσθμια αμυγδαλή, αμυγδαλή φόβος, αμυγδαλή λάρισας, αμυγδαλή συμπτώματα

Μεταφράσεις: αμυγδαλή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tonsil, amygdala, the amygdala, tonsils
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amígdala, la amígdala, de la amígdala, amygdala, amígdalas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mandel, Amygdala, Mandelkern, der Amygdala
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amande, amygdale, l'amygdale, amygdales, amygdala
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tonsilla, amigdala, dell'amigdala, all'amigdala, nell'amigdala, l'amigdala
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amígdala, amídala, amygdala, da amígdala, a amígdala
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amygdala, de amygdala, amandelkern
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
миндалина, мозжечковая миндалина, миндалевидное тело, амигдала, миндалевидного тела
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mandel, amygdala, mandelen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amygdala, amygdalaen, amygdalas, i amygdala
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nielurisa, kitarisa, amygdala, mantelitumakkeessa, amygdalan, mantelitumakkeeseen, amygdalassa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
amygdala, amygdalaen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mandle, amygdala, amygdaly, amygdale
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
migdał, migdałek, ciało migdałowate, ciała migdałowatego, jądro migdałowate
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
amygdala, amigdala, az amygdala, amygdalában, amygdalába
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amigdala, amigdal, amygdala, amigdalanın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мигдалина, мигдалик, мигдалин
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
amygdala
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
амигдала, амигдалата, амигдалово, на амигдала
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
міндаліна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mandelkeha, mandelkehas, amügdaloidkeha, amügdala, amügdaloidkehas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krajnik, amigdala, amigdaloidnih
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
amygdala
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Migdolinis kūnas, amygdala, migdoliniame kūne
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mandele, amygdala
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
амигдалата, амигдала, амигдалната, амигдалниот, амигдалата која
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amigdala, amigdalei, amygdala, de amigdala, amigdale
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
amigdala
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
amygdala
Τυχαίες λέξεις