Pilu στα ελληνικά

Μετάφραση: pilu, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στόμιο, χασμουρητό, χασμουριέμαι, σχισμή, σχισμής, εγκοπή, σχισμών, εγκοπής
Pilu στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ahend στα ελληνικά - στένωμα, μομφή, στένωση, στένωσης, στενωμάτων
  • alpinist στα ελληνικά - αλπινιστής, ορειβάτες, αλπινιστή, ενθουσιώδεις ορειβάτες
  • fluktuatsioon στα ελληνικά - διακύμανση, διακύμανσης, διακυμάνσεις, διακύμανσης που, διακυμάνσεων
  • föderaalagent στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, ομοσπονδιακό πράκτορα, ομοσπονδιακός πράκτορας
Τυχαίες λέξεις
Pilu στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στόμιο, χασμουρητό, χασμουριέμαι, σχισμή, σχισμής, εγκοπή, σχισμών, εγκοπής