Λέξη: αδελφή

Σχετικές λέξεις: αδελφή

αδελφή μεγάλου αλεξάνδρου, αδελφή χριστίνα, αδελφή γαβριηλία, αδελφή τερέζα, αδελφή ψυχή, αδελφή ή αδερφή, αδελφή κριστίνα, αδελφή φαίης, αδελφή του λωτ, αδελφή μου αγάπη μου

Συνώνυμα: αδελφή

αρσενοκοίτης, ομοφυλόφιλος, πούστης, αδερφή, νοσοκόμα, καλόγρια

Μεταφράσεις: αδελφή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fag, sister, his sister, her sister, a sister
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pitillo, cigarrillo, hermana, la hermana, hermana de, hermano
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tunte, erschöpfen, kippe, schinderei, ermüden, plackerei, schwuler, schwuchtel, schwule, arbeiten, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
homosexuel, éreinter, travailler, cigarette, sœur, soeur, la sœur, la soeur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sigaretta, sorella, la sorella, sorella di, sorellina
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lidar, cigarro, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
arbeiden, sigaret, zus, zuster, zusje, zusterhotel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изнурение, цигарка, вязанка, сигарета, сестра, сестры, сестрой, сестру, сестре
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sigarett, søster, søsteren, søsters
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
syster, systern, systers
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uuvuttaa, raadanta, väsyttää, homo, savuke, raataa, rehkiä, sisko, sisar, sisarensa, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
cigaret, søster, sřster, søsters, søsteren
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
homosexuál, cigareta, sestra, sestru, sestrou, sesterská
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fajka, szlug, harówka, ciota, pedał, homoseksualista, papieros, siostra, siostrą, siostry, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cigi, meleg, lánytestvér, nővére, húga, testvér, nővérem
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sigara, kardeş, kız kardeşi, kardeşi, ablam, kızkardeşi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сестра, сестро
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cigare, motër, motra, motra e, motrën, motrës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сестра, на сестра, сестрата, сестрата на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працаваць, сястра, сестра
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pläru, teenima, lilla, õde, õe, őde, õele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
težak, mučenje, peder, iznurenost, sestra, sestru, je sestra, sestro, sestrinska
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
systir, systur, systirin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
cigaretė, dirbti, sesuo, seserį, sesers, seseriai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cigarete, māsa, māsas, māsu, māsai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сестра, сестрата, сестринска, сестрата на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ţigară, soră, sora, surorii, pe sora, surori
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cigáro, cigareta, sestra, sestro, sestre, sestrska, sestra je
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cigareta, sestra, zdravotná sestra

Στατιστικά δημοτικότητας: αδελφή

Τυχαίες λέξεις