Λέξη: αυτάρεσκος
Σχετικές λέξεις: αυτάρεσκος
αυτάρεσκος συνώνυμα, αυτάρεσκος ορισμός, αυτάρεσκος σημασια
Συνώνυμα: αυτάρεσκος
φαντασμένος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος
Μεταφράσεις: αυτάρεσκος
αυτάρεσκος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
smug, complacent
αυτάρεσκος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vanidoso, presumido, petulante, presumida, engreída, engreído
αυτάρεσκος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmuck, selbstgefällig, süffisant, selbstzufrieden
αυτάρεσκος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vaniteux, orgueilleux, fat, suffisant, béat, smug, suffisance, béate
αυτάρεσκος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compiaciuto, compiaciuta, sorrisetto, smug, compiaciuti
αυτάρεσκος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
presunçoso, presunçosa, soberbo, smug, presumido
αυτάρεσκος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zelfgenoegzaam, uitgestreken, zelfvoldaan, zelfvoldane, smug
αυτάρεσκος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самодовольный, самодовольным, самодовольно, самодовольной, самодовольная
αυτάρεσκος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
selvtilfreds, selvgode, selvgod, tilfreds, selvtilfredse
αυτάρεσκος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
självbelåtna, trångsynta, självbelåten, smug, självbelåtet
αυτάρεσκος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itsetyytyväinen, omahyväinen, itseriittoinen, smug, omahyväisiä, omahyväisesti
αυτάρεσκος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
selvglad, selvtilfreds, selvtilfredse, selvglade, smug
αυτάρεσκος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
domýšlivý, nafoukaný, samolibý, arogantní, samolibě, samolibí
αυτάρεσκος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pyszny, kołtuński, filisterski, próżny, dufny, drobnomieszczański, zadowolony z siebie, smug, zadowolonego z siebie
αυτάρεσκος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pedáns, önelégült, önelégülten, önelégültnek, öntelt, az önelégült
αυτάρεσκος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kendini beğenmiş, beğenmiş, kendini beğenmiş bir, smug, kibirli
αυτάρεσκος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
охайний, самовдоволений, самовдоволеним, самовдоволена
αυτάρεσκος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vetëkënaqur, vetëkënaqur, të vetëkënaqur, i mbajtur, i vetëkënaqur në
αυτάρεσκος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
самодоволен, самодоволно, самодоволна, самодоволство, самодоволни
αυτάρεσκος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
самаздаволены, самазадаволены
αυτάρεσκος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ennasttäis, ennastimetlev, endaga rahul, endaga rahulolev, ennast täis, ennastimetlevale
αυτάρεσκος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
samozadovoljan, samodopadni, samozadovoljni, samozadovoljno, smug
αυτάρεσκος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smug, drjúg
αυτάρεσκος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasipūtęs, manieringas, patenkintas savimi, savimi patenkinti, geros išvaizdos
αυτάρεσκος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pedantisks, omulīgs, klīrīgs
αυτάρεσκος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
самодоволен, самозадоволен, самодопадлив
αυτάρεσκος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
elegant, smug, îngâmfat, satisfacut, înfumurat
αυτάρεσκος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
arogantní, domišljav, Samozadovoljan, napihnjeno
αυτάρεσκος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
arogantní, samoľúby, samolibý, samoľúbi
Τυχαίες λέξεις