Poti στα ελληνικά

Μετάφραση: poti, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσάπα, κατσαρόλα, δοχείο, ποτ, pot, δοχείου
Poti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barrel στα ελληνικά - βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
  • elama στα ελληνικά - ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
  • kontsentriline στα ελληνικά - ομόκεντρος, ομόκεντρους, ομόκεντρων, ομόκεντρο, ομόκεντρα
  • leevendama στα ελληνικά - καταπραΰνω, ξαλαφρώνω, κατευνάζω, ανακουφίζω, καλμάρω, απαλύνει, καταπραΰνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Poti στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσάπα, κατσαρόλα, δοχείο, ποτ, pot, δοχείου