Puhkemine στα ελληνικά

Μετάφραση: puhkemine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχή, έκρηξη, εστίας, ξέσπασμα, επιδημία, επιδημίας
Puhkemine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elukeskkond στα ελληνικά - στοιχείο, ενδιαίτημα, οικοτόπου, ενδιαιτήματος, βιότοπο, οικότοπος
  • isevalitseja στα ελληνικά - αυτοκράτορας, δεσποτικός, μονάρχης, απόλυτος μονάρχης, απολυταρχικού, αυτοκράτωρ
  • kõrvutamine στα ελληνικά - παραβολή, σύγκριση, αντιπαράθεση, παράθεση, αντιπαράθεσης, παραθέσεως, συνύπαρξη
  • litaur στα ελληνικά - τύμπανο
Τυχαίες λέξεις
Puhkemine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχή, έκρηξη, εστίας, ξέσπασμα, επιδημία, επιδημίας