Rõuk στα ελληνικά
Μετάφραση: rõuk, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρανο, σκαμνί, θημωνιά, σκαμπό, Ρουκ
Μεταφράσεις
- börsitelegraaf στα ελληνικά - τηλετυπώτης, κροτών, ειδησεωγραφικός ληλεγράφος, ticker, Κωδικός Μετοχής
- ebakohasus στα ελληνικά - αυθάδεια, αναίδεια, θράσος, ανεπίτρεπτο, αυθάδειά
- lokaliseerimine στα ελληνικά - εντοπισμός, localization, Ο εντοπισμός, Τοπικοποίηση, Τοπικοποίησης
- marabu στα ελληνικά - μαραμπού, Marabou, Μαραμπού τα, Το Marabou, Φτερά και μαραμπού
Τυχαίες λέξεις
Rõuk στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρανο, σκαμνί, θημωνιά, σκαμπό, Ρουκ
Μεταφράσεις: έδρανο, σκαμνί, θημωνιά, σκαμπό, Ρουκ